- κριθιδία
- ηζωολ.1. γένος ζωομαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης κινητοπλαστίδια, το οποίο αποτελεί παράσιτο τών ασπονδύλων και ζει κυρίως στο έντερο τών αρθροπόδων2. μαστιγοφόρος μορφή τής λεϊσμανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crithidia < κριθίδιον < κριθή].
Dictionary of Greek. 2013.