κριθιδία

κριθιδία
η
ζωολ.
1. γένος ζωομαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης κινητοπλαστίδια, το οποίο αποτελεί παράσιτο τών ασπονδύλων και ζει κυρίως στο έντερο τών αρθροπόδων
2. μαστιγοφόρος μορφή τής λεϊσμανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crithidia < κριθίδιον < κριθή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κριθίδια — κριθίδιον decoction of barley neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθίδιον — (Α) [κριθή] (υποκορ. τού κριθή) 1. ζωμός από βρασμένο κριθάρι 2. (στον πληθ. τὰ κριθίδια λίγο κριθάρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”